- όλωσις
- ὅλωσις, ἡ (ΑΜ) [ολούμαι]η συμπλήρωση ενός αντικειμένου ώστε να γίνει ακέραιο («φυσικὴ δὲ τις συσταθμία καὶ μετριότης καὶ ὅλωσις... ὑπῆρχε», Θεολ. Αριθμ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὅλωσις — totalization fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)